κιναρηφάγος

κιναρηφάγος
κιναρηφάγος, -ον (Α)
αυτός που τρώει αγκινάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινάρα + φάγος (< φαγεῖν, απρμφ. αορ). β' τού ἐσθίω)
το -η- αντί -ο- για να αποφευχθούν οι τρεις βραχείες συλλαβές (πρβλ. βαλανη-φάγος, καλαμη-φάγος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κιναρηφάγου — κιναρηφάγος eating artichokes masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”